αγκή

αγκή
ἀγκή, η (Α)
δοτ. πληθ. κατά μεταπλασμό ἀγκάσιν)
η αγκάλη*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα ἀγκ-. που απαντά σε λέξεις όπως ἀγκάλη, ἀγκύλος, ἄγκυρα. ἀγκών).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγκη — ἄγκος bend neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄγκος bend neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαί — ἀγκή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχ' — ἀγκά̱ , ἀγκή fem nom/voc/acc dual ἀγκά̱ , ἀγκή fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀγκαί , ἀγκή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγχ' — ἄγχι , ἄγχι near indeclform (adverb) ἄγχι , ἄγχι near indeclform (prep) ἄγχε , ἄγχω squeeze pres imperat act 2nd sg ἄγχε , ἄγχω squeeze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀγκά̱ , ἀγκή fem nom/voc/acc dual ἀγκά̱ , ἀγκή fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • ἀγκάς — into or in the arms indeclform (adverb) ἀγκά̱ς , ἀγκή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκέων — ἄγκος bend neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀγκή fem gen pl (epic ionic) ἀνάκειμαι to be laid up fut part act masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶν — ἄγκος bend neut gen pl (attic epic doric) ἀγκή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”